- στιγματικός
- η , ό[ν]1) точечный; стигматический (опт.); 2) перен. позорный, постыдный, низкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στιγματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στίγμα 2. φρ. «στιγματικό οπτικό σύστημα» το οπτικό σύστημα που μετατρέπει μια ομοκεντρική φωτεινή δέσμη σε μια άλλη επίσης ομοκεντρική φωτεινή δέσμη και παρέχει σημειακό είδωλο σε περίπτωση μιας… … Dictionary of Greek